- περιφύω
- Α [φύω]1. καθιστώ κάτι σύμφυτο με κάτι άλλο, συνδέω στερεά2. φυτρώνω, φουντώνω ολόγυρα3. αγκαλιάζω σφιχτά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίφυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιφύω] ο σχηματισμός σύμφυσης γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
περίφυτος — ον, Α [περιφύω] κατάφυτος … Dictionary of Greek
περιφυής — ές, Α [περιφύω] αυτός που βλαστάνει γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek